- Hard
- adj.P. and V. σκληρός, στερεός. V. στυφλός, περισκελής, Ar. and V. στερρός.Difficult: P. and V. δυσχερής, ἄπορος, ἀμήχανος (rare P.), προσάντης, V. δυσπετής, Ar. and P. χαλεπός.Painful: P. and V. λυπηρος, πικρός, βαρύς, δυσχερής, V. δυσπόνητος, πολύπονος, ἀχθεινός, λυπρός.Cruel: P. and V. ὠμός, ἄγριος, ἀγνώμων, δεινός, πικρός, σκληρός, σχέτλιος, τραχύς, V. ὠμόφρων, Ar. and P. χαλεπός.Severe (of things): P. ἰσχυρός.Die hard, v.: P. δυσθανατεῖν.Dying hard: V. δυσθνήσκων.Be hard of hearing: P. ἀμβλὺ ἀκούειν (Plat.).Be hardpressed: P. and V. βιάζεσθαι, πονεῖν, ταλαιπωρεῖν, πιέζεσθαι, κάμνειν, νοσεῖν (rare P.), Ar. and P. ταλαιπωρεῖσθαι, P. πονεῖσθαι.
Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language. 2014.